- συνερίζω
- συνερίζω,A contend together,
ὑπέρ τινος LXX 2 Ma.8.30
: [tense] aor. [voice] Pass. in act. sense, ὁ Ἑρμῆς συνηρίσθη αὐτῇ (sc. τῇ Μοίρᾳ) PMag.Leid.W.5.13.II v. συνερείδω 1.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπέρ τινος LXX 2 Ma.8.30
: [tense] aor. [voice] Pass. in act. sense, ὁ Ἑρμῆς συνηρίσθη αὐτῇ (sc. τῇ Μοίρᾳ) PMag.Leid.W.5.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνερίζω — contend together pres subj act 1st sg συνερίζω contend together pres ind act 1st sg συρριζόομαι to have the roots united imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνερίσαντα — συνερίζω contend together aor part act neut nom/voc/acc pl συνερίζω contend together aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνερίζειν — συνερίζω contend together pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνερίζοντες — συνερίζω contend together pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνερίσαντες — συνερίζω contend together aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνερίζομαι — ΝΜΑ, και συνορίζομαι Ν, και ενεργ. τ. συνερίζω ΜΑ [ἐρίζω] νεοελλ. μέ ενοχλούν τα λόγια ή πράξεις κάποιου και διατίθεμαι εχθρικά εναντίον του («μή τόν συνερίζεσαι, είναι επιπόλαιος, δεν είναι κακός») μσν. αρχ. ερίζω, αντιδικώ με κάποιον … Dictionary of Greek